Την ξέρετε. Την έχετε δει, εδώ και 10+ χρόνια, μυριάδες φορές. Η εικόνα είναι, πια, συνήθης: στη μία πλευρά του στούντιο κάθεται εκείνος μόνος του κοιτάζοντας με σαρδόνιο χαμόγελο τους υπόλοιπους τρεις. Στην άλλη, 6 μάτια συνολικά τον κοιτούν έντρομα. Στη συνέχεια, ένας φέρνει το αυτοσχέδιο καλοριφέρ, ακόμα κι αν έξω πλησιάζει το καλοκαίρι με ταχύτατους ρυθμούς. Ο δεύτερος έχει αρπάξει μια κουβέρτα και την απλώνει στους ώμους όλων, την στιγμή που ο τρίτος ψάχνει απελπισμένα καταφύγιο για να κρυφτεί και να προφυλαχτεί από το πολικό ψύχος που απειλεί να χτυπήσει τη Θεσσαλονίκη και να μην αφήσει τίποτα όρθιο στο διάβα του. Αυτή είναι, εν συντομία, η κατάσταση στην αρχή κάθε επεισοδίου του «Ράδιο Αρβύλα» τα τελευταία πολλά χρόνια- τόσο στον ΑΝΤ1 και στον ΣΚΑΪ όσο και στις εκπομπές του youtube μετά την αποχώρηση απ’ το κανάλι του Φαλήρου: ο Στάθης Παναγιωτόπουλος (μια έμβια εγκυκλοπαίδεια μουσικής…) παίρνει θέση και ετοιμάζεται, έπειτα «πέφτει» το ηχητικό που μας προειδοποιεί πως έρχεται το κρύο ανέκδοτο της ημέρας και στο τέλος ο Αντώνης Κανάκης, ο Γιάννης Σερβετάς και ο Χρήστος Κιούσης παίρνουν μέτρα προστασίας από αυτό που πρόκειται ν’ ακολουθήσει.
Ωστόσο, μπορεί η συντριπτική πλειοψηφία των ανεκδότων του Παναγιωτόπουλου να σε κάνουν να θέλεις να μπήξεις μακρόστενες βελόνες πλεξίματος στ’ αυτιά σου προκειμένου να υποστείς εθελούσια κώφωση, όμως υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις- ανέκδοτα τόσο πετυχημένα που κάνουν ακόμα και τον μετρ του είδους, τον Γιάννη Σερβετά, να υποκλιθεί. Το καλύτερο παράδειγμα της τελευταίας κατηγορίας είναι το «διαβόητο» (και προ αρκετών ετών) αστείο με το καζίνο και τον απελπισμένο κύριο, ο οποίος έψαχνε μανιωδώς τρόπο για να πουλήσει το κατάστημά του. Όταν τα κατάφερε, άκουσε μια φωνή από τον ουρανό να τον διατάζει να πάει στο ναό του τζόγου και να τερματίσει το μπλακ-τζακ. Τι ακολούθησε; Τα ειλικρινή γέλια των τριών και το σαστισμένο βλέμμα του Στάθη, ο οποίος μονολογούσε «Τους άρεσε παιδιά, τους άρεσε!». Καθόλου, μα καθόλου άδικα θα λέγαμε εμείς.