Το μουρουνέλαιο, όπως υποδηλώνει και το όνομά του, είναι το αιθέριο έλαιο που εξάγεται από το συκώτι του ψαριού “μουρούνα” ή “γάδου” (Gadus morhua).
Το μουρουνέλαιο συνήθως λαμβάνεται ως συμπλήρωμα διατροφής. Είναι μια από τις καλύτερες πηγές ωμέγα-3 λιπαρών οξέων (EPA και DHA). Περιέχει σχετικά υψηλές ποσότητες βιταμίνης Α και βιταμίνης D. Η ακριβής συγκέντρωση των θρεπτικών ουσιών στο μουρουνέλαιο εξαρτάται από το είδος της οικογένειας του ψαριού Gadus από την οποία προέρχεται το έλαιο.
Η διαφορά που έχει το μουρουνέλαιο από τα άλλα ιχθυέλαια είναι ότι εκείνα προέρχονται από τον ιστό ψαριών, όπως ο τόνος, η πέστροφα, το σκουμπρί, η ρέγκα, ο σολομός και ο βακαλάος. Αντίθετα, το μουρουνέλαιο εξάγεται αποκλειστικά από τα συκώτια της μουρούνας. Περιέχει χαμηλότερες ποσότητες ωμέγα-3 λιπαρών οξέων από τα άλλα ιχθυέλαια. Αλλά σαφώς μεγαλύτερες ποσότητες των βιταμινών Α και D.
Εκτός από το να είναι μια καλή πηγή θρεπτικών συστατικών, το μουρουνέλαιο μπορεί να έχει κάποιες πολύ σημαντικές θεραπευτικές ιδιότητες.
Γενικά θεωρείται σημαντικό βοήθημα στην ανακούφιση της δυσκαμψίας των αρθρώσεων που σχετίζεται με την αρθρίτιδα. Έχει θετική επίδραση στην καρδιαγγειακή υγεία και επιταχύνει την επούλωση τραυμάτων σε δόντια, νύχια, μαλλιά και δέρμα.
Το λίπος είναι απαραίτητο για κάθε μεμονωμένο κύτταρο στο σώμα σας. Καταναλώνοντας τα σωστά είδη λιπών (όπως τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα στο μουρουνέλαιο) θα έχετε πιο υγιές και λαμπερό δέρμα. Επίσης, θα βελτιώσετε την ικανότητα του οργανισμού σας να απορροφά βιταμίνες και ανόργανες ουσίες και θα ενισχύσετε το ανοσοποιητικό σας σύστημα.
Όταν καταναλώνουμε λίπος, ο εγκέφαλος λαμβάνει ένα σήμα για να “απενεργοποιήσει” την όρεξή μας. Τα υγιεινά λιπαρά σε ένα γεύμα βοηθούν να επιβραδύνει η διάσπαση των υδατανθράκων σε ζάχαρη. Αυτό σας βοηθάει να διατηρήσετε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα σταθερά.
Μια γερμανική επιστημονική μελέτη, η οποία περιελάμβανε 43 ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα που έπαιρναν 1γρ μουρουνέλαιο κάθε μέρα για 3 μήνες, έδειξε ότι οι ασθενείς παρουσίασαν μείωση στην ένταση του πόνου τους από την δυσκαμψία στις αρθρώσεις.
Μια άλλη μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μουρουνέλαιο μπορεί επίσης να βοηθήσει τα άτομα που πάσχουν από οστεοαρθρίτιδα. Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ διαπίστωσαν ότι το μουρουνέλαιο βοήθησε ασθενείς να μειώσουν τον πόνο και τις βλάβες στους χόνδρους των αρθρώσεων, που προκαλούνται από την οστεοαρθρίτιδα. Επίσης μειώθηκε και η ανάγκη για αντικατάσταση της άρθρωσης. Στη μελέτη τους, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μουρουνέλαιο μειώνει εκείνα τα ένζυμα που σχετίζονται με τον πόνο και τις βλάβες στους χόνδρους που προκαλεί η οστεοαρθρίτιδα.
Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι τα ω-3 λιπαρά οξέα υποστηρίζουν την υγεία των ματιών και προλαμβάνουν την εκδήλωση της ωχράς κηλίδας. Άλλα θρεπτικά συστατικά που έχουν βρεθεί να είναι χρήσιμα στην πρόληψη της εκφύλισης της ωχράς κηλίδας είναι τα καροτενοειδή. Αυτά μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τη βλάβη και να μειώσει τον κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου. Το μουρουνέλαιο είναι πλούσι και σε καροτενοειδή. Μάλιστα η βιταμίνη Α στην πραγματικότητα ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά σε λιπαρές ουσίες βουτύρου και στο μουρουνέλαιο το 1913!
Η ημερήσια πρόσληψη ποσότητας μουρουνελαίου μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της στεφανιαίας αθηροσκλήρωσης. Έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Lipids κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση μόλις 1,5γρ από Ν-3 λιπαρά οξέων ανά ημέρα οδήγησε σε σημαντική μείωση της ανάπτυξης της στεφανιαίας νόσου”.
Το μουρουνέλαιο περιέχει μεγάλη ποσότητα βιταμίνης D. Σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Neurology, Neurosurgery & Psychiatry. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η βιταμίνη D μπορεί να διαδραματίσει καίριο ρόλο στη διατήρηση της καλής λειτουργίας του εγκεφάλου καθώς μεγαλώνει ο άνθρωπος.
Αρκετές μελέτες έχουν δείξει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ των συγκεντρώσεων βιταμίνης D στον οργανισμό και τον κίνδυνο του διαβήτη τύπου-2. Σε άτομα με αυτό τον τύπο διαβήτη, τα ανεπαρκή επίπεδα βιταμίνης D μπορεί να έχουν δυσμενή επίδραση στην έκκριση και την αντίσταση σε ινσουλίνη και γλυκόζη. Σε μια συγκεκριμένη μελέτη, βρέφη που έπαιρναν 2.000 IU/ημέρα βιταμίνης D είχαν 88% χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη-1 μέχρι την ηλικία των 32 ετών.
Οι έγκυες γυναίκες που έχουν έλλειψη βιταμίνης D διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για εμφάνιση προεκλαμψίας. Είναι, επίσης, πιο πιθανό να χρειάζονται καισαρική τομή στον τοκετό. Η μειωμένη βιταμίνη D στον οργανισμό συνδέεται επίσης με τον σακχαρώδη διαβήτη κύησης και την βακτηριακής κολπίτιδα σε έγκυες γυναίκες. Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί, ωστόσο, ότι τα υπερβολικά υψηλά επίπεδα βιταμίνης D κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζονται με την αύξηση των τροφικών αλλεργιών του παιδιού κατά τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής.